Tuesday, April 3, 2018

 
Το χριστιανικό «παράδοξο»: Μία χριστιανοσύνη με δύο Πάσχα = Αναστάσεις Χριστου!!!

Πάσχα, ως προερχόμενο από το ελληνικό ρήμα πάσχω, στερείται σοβαρότητας. Η λέξη Πάσχα είναι εξελληνισμός του εβραϊκού ρήματος  pāsah (πασάχ). Που σημαίνει περνώ από πάνω = προσπερνώ και αναφέρεται στο πέρασμα τού Αγγέλου, που θανάτωσε τα πρωτότοκα παιδιά των Αιγυπτίων. Προσπερνώντας φυσικά τα σπίτια των Εβραίων τα οποία είχαν βαφεί με το αίμα του αρνιού που εσφάξανε οι Εβραίοι και αποτελεί βασικό στοιχείο του εβραϊκού πασχαλινού τραπεζιού. «Θύσατε ἀμνὸν ἄρσεν, ἐνιαύσιον ὀπτὰ πυρὶ· Πάσχα ἐστὶ Κυρίῳ τούτον (Εξ. 12,5)». Ο λεγόμενος Μυστικός Δείπνος ήταν το πασχαλινό τραπέζι για τον εορτασμό του εβραϊκού Πάσχα από τον Ιησού και τους μαθητές του. Βάσει του Ευαγγελίου του Λουκά (22,8) ο Ιησούς απέστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη λέγοντας: «Πηγαίνετε να ετοιμάσετε να φάμε (και οχι να προδοθεί ο Χριστος) για το Πάσχα». Το οποιον το γιόρταζαν οι Εβραίοι πάντα στην πρώτη πανσέληνο μετά της 1ης  του  Νισάν, που ήταν η Εαρινή Ισημερία. Οπότε ο Ιησούς αναστήθηκε την πρώτη ημέρα μετά το Εβραϊκό Πάσχα. Έτσι ο γιορτασμός του χριστιανικού Πάσχα ήταν ακίνητη γιορτη και κοινός με το εβραϊκό Πεσάχ, εως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Άρα η ονομασία τής χριστιανικής γιορτής και η σύνδεσή της με την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία δεικνύει την εβραϊκή (όχι ελληνική) προέλευση και σημασία του Πάσχα. Όμως οι Χριστιανοί και Εβραίοι διαχωρίστηκαν απόλυτα, σε σχέση με τη γιορτή του Πάσχα, μετά την Α' Οικουμενική Σύνοδ, που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας. Η Α' Οικουμενική Σύνοδος, που συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 325 μ.Χ., αποφάσισε ότι το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή, μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης και αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή, τότε να εορτάζεται την αμέσως επόμενη Κυριακή. Κατ' αυτό τον τρόπο, το χριστιανικό Πάσχα δεν θα συνέπιπτε ποτέ με το εβραϊκό, αφού ο εορτασμός του χριστιανικού Πάσχα συνδέθηκε επίσημα με ένα αστρονομικό φαινόμενο, την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης (τη λεγόμενη «Πασχαλινή πανσέληνο»). Το ημερολόγιο που ίσχυε την εποχή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν το Ιουλιανό που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρας το 45 π.Χ., με τη βοήθεια του αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη. Όμως, το Ιουλιανό Ημερολόγιο είχε μια μικρή απόκλιση, καθώς η διάρκεια του ηλιακού έτους στην πραγματικότητα είναι 365,242199 ημέρες. Ανά τετραετία το μικρό αυτό σφάλμα φθάνει περίπου τα 45 λεπτά, ενώ κάθε 129 χρόνια φθάνει την μία ημέρα, με αποτέλεσμα η εαρινή ισημερία την εποχή του Χριστού που συνέβη στις 23 Μαρτίου, είχε φτάσει, το 1582 μ.Χ., να συμβαίνει στις 11 Μαρτίου. Έτσι το Πάσχα του Χριστού από ακίνητη εκκλησιαστική εορτή, που ήταν, έγινε κινητή και κουνιστή σαν μπαλαρίνα. Εκείνο το έτος, ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ' ανέθεσε στους αστρονόμους Χριστόφορο Κλάβιους και Λουίτζι Λίλιο να προωθήσουν μία ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Όπου η 5η Οκτωβρίου 1582 μετονομάστηκε 15η Οκτωβρίου, προκειμένου να διορθωθεί το λάθος των δέκα ημερών, που είχαν συσσωρευθεί τους προηγούμενους 11 αιώνες, έτσι ώστε η εαρινή ισημερία να επιστρέψει στην 21η Μαρτίου, όπως είχε συμβεί κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Το Νέο ή Γρηγοριανό Ημερολόγιο υιοθετήθηκε από τα καθολικά κράτη της Ευρώπης μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Η Ορθόδοξες Εκκλησίες αντέδρασαν  στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο, κυρίως από μίσος στον πάπα, με συνέπεια το Ιουλιανό Ημερολόγιο να παραμείνει σε ισχύ σε όλα τα Ορθόδοξα κράτη. Παρότι για τον άναρχο, αιώνιο και ατελεύτητο Θεό ημέρες, μήνες και έτη δεν υπάρχουν. Χίλια έτη για τον Θεό είναι σαν την χθεσινή ημέρα που πέρασε. (Ψαλμ. 89, 4). Εντούτοις έχει δημιουργηθεί σχίσμα στην Εκκλησία για ενα αστρονομικό θέμα που είναι απλό, ασήμαντο και αδιάφορο θρησκευτικώς, αφου στην πραγματικότητα δεν έχουμε δύο ημερολόγια. Απλά αφήσαμε το εσφαλμένο Ιουλιανό, που επιβραδύνει την αρχή του έτους με ρυθμό 1 ημερα σε 128 χρόνια. Και ακολουθήσαμε το διορθωμένο Γρηγοριανό που ειναι τελειότερο, αφού επιβραδύνει την αρχή του έτους με ρυθμό 1 ημέρα σε 3.320 χρόνια. Με βασιλικό διάταγμα η Ελληνική Πολιτεία εφάρμοσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923, ονομάζοντας τη 16η Φεβρουαρίου, 1η Μαρτίου. Έτσι, η εθνική εορτή τής 25ης Mαρτίου 1923 εορτάστηκε ξεχωριστά από τον Eυαγγελισμό της Θεοτόκου. Τότε έγινε σαφές ότι η συνύπαρξη δύο ημερολογίων προκάλεσε πόλεμο μεταξύ Πολιτεάς και Οροδοξιας. Η τότε Κρατική εξουσία του Παγκάλου προσπάθησε να επιβάλλει σε όλο τον Ελληνικό χώρο το Νέο ημερολόγιο, με αποτέλεσμα να βαθύνει ο διχασμός καί μάλιστα ανεπανόρθωτα. Κάτω από αυτήν την πίεση η Εκκλησία της Ελλάδος δέχτηκε στις 10 Μαρτίου 1924 (23 Μαρτίου με το Γρηγοριανό) την προσαρμογή του εορτολογίου της με το Γρηγοριανό (νεο ημερολόγιο), αλλά χωρίς μετακίνηση του Πάσχα και των κινητών εορτών που εξακολουθούν να εξαρτώνται από το παλαιό ημερολόγιο. Έτσι για τον καθορισμό του ορθόδοξου Πάσχα η εαρινή ισημερία υπολογίζεται με βάση το παλαιό ημερολόγιο, οπότε οι παλαιοημερολογίτες και οι νεοημερολογίτες γιορτάζουν το Πάσχα την ίδια μέρα. Αντίθετα, οι ρωμαιοκαθολικοί και οι προτεστάντες καθορίζουν την εαρινή ισημερία με βάση το νέο ημερολόγιο και γι' αυτό γιορτάζουν συνήθως το Πάσχα μια βδομάδα νωρίτερα από τους Ορθόδοξους. Παρακολουθώντας κανείς όλη αυτή τήν αναστάτωση πού προέκυψε από μία αστρονομική βελτίωση  έρχεται σέ εύλογη απορία γιά το αν η αλλαγή αυτή αξίζει μία δηλητηρίαση καί αιρετικοποίηση της χριστιανικής πίστης με ακύρωση της σωτηρίας των ψυχών των πιστών της. Ας ελπίσουμε, προσευχόμενοι πάντα στόν Χριστό, νά υπάρξει ταπείνωση, μετάνοια, καί συνδιαλλαγή, αμφοτέρων τών πλευρών ( Καθολική και Ορθόδοξη Εκκλησια). Καί ας έλθουμε σε συνδιαλλαγή,  πρίν φθάσουν ξανά τά  μεγάλα δεινά της Ιεράς Εξέτασης και των Σταυροφοριών, που θα μας αλωνίσουν όλους, καί  θα συνταράξουν την ανθρωπότητα ξανά.   Καρβας.

 

No comments:

Post a Comment