Thursday, May 3, 2018


H αιματερή Πρωτομαγιά του 1944.

    Απορώ και εξίσταμαι ποιά ηθική, ποιό δίκιο, ποιά λογική λέει πως όταν δυο Στρατοί πολεμούν εκείνος που χάνει στη μάχη έχει το δικαίωμα να σκοτώνει ανθρώπους που κάθουνται χιλιόμετρα μακριά απο το πεδίο συγκρούσεως των δύο αντιπάλων. Επίσης να τουφεκίζει κρατούμενους που όντως ήταν τα θύματα της βασιλομεταξικής Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και βρίσκονται φυλακή από το 1936 κι επομένως δεν μπορούσαν να είχαν καμιά σχέση με την οργάνωση των μαχών. Όσο και αν ακούγεται απίστευτο, εντούτοις είναι αληθινό. Δυστυχώς αυτή την απάνθρωπη αγριότητα της κτηνωδείας την διέπραξαν το 1944 στην Καισαριανη οι της Βασιλείας και Εκκλησίας τότε σύμμαχοι SS = Schutzstaffel (Ες Ες, η προσωπική  Μοίρα Ασφάλειας του Χίτλερ). Ήταν Δευτέρα. Η 1η του Μάη (Πρωτομαγιά). Το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια Έλληνες είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση. Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η Μεταξική Δικτατορία τους είχε παραδώσει στους Χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές του μηνύματος «Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές.». Η πρώτη πράξη του τραγικού Δράματος για τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως τον νεολαίο τον Σοφή  γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο. Στο προσκλητήριο του θανάτου στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα στο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, που μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους συμμάχους (8/9/43) πέρασε στα χέρια των Γερμανών ως παράρτημα των φυλακών Αβέρωφ. Ακούγεται το όνομα Ναπολέων Σουκατζίδης, με αριθμό 71 στον κατάλογο των μελλοθανάτων. Τότε επεμβαίνει ο Γερμανοτσολιάς διοικητής του Στρατοπέδου λέγοντας: «Οχι εσύ! Οχι εσύ Ναπολέων! Οχι εσύ!». Για να πάρει την απάντηση της Ελληνικής αυτοθυσίας και του ηρωϊσμού της Ελευθερίας: Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!». Έτσι ο Ν. Σουκατζίδης είχε μείνει στην τελευταία ομάδα εκτελέσεως για να μεταφράζει την τελευταία επιθυμία των θανατοποινιτών. Των οποίων τα αθώα κορμιά τους μάτωσαν το χώμα του Σκοπευτηρίου. Τέτοιο δράμα, τέτοια μέρα η Καισαριανή δεν την ξανάζησε. Αφού μετά απο την ανακοίνωση της θανατικής ποινής στους 200 κρατούμενους Έλληνες πατριώτες οι Γερμανοτσολιάδες (Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών) της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα τους είχαν χωρίσει σε 10 εικοσάδες και τους μετέφερναν στην Καισαριανή για να τουφεκιστούν από τους Γερμανοτσολιάδες του εκτελεστικού αποσπάσματος στο Σκοπευτηρίον. Όταν οι πρώτοι 20 στήθηκαν στον τοίχο, ο Γερμανός αξιωματικός ρώτησε εάν είχαν κάτι να πουν. Με μια φωνή οι μελλοθάνατοι είπαν τις τελευταίες τους κουβέντες: Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω το ΚΚΕ. Ζήτω η λευτεριά. Έτσι διέκρινες μια ομάδα να σηκώνει τα χέρια ψηλά με τ' άσπρα πουκάμισα και να καρφώνεται στη μνήμη η κραυγή και μια ριπή: Αδέλφια Γειά σας. Και με το Γειά σας η ριπή. Κι αμέσως μετά οι χαριστικές βολές. Ακούστηκε 10 φορές η ομοβροντία της εκπυρσοκρότησης των οπλοπολυβόλων και άλλες τόσες φορές το σφυροκόπημα των χαριστικών βολών, που τις διέκοπταν τα τραγούδια κι οι ζητωκραυγές των μελλοθάνατων. Οι αυτόπτες μάρτυρες διηγήθηκαν, ότι το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα των αθώων Ελλήνων. Τα πτώματά των νεκρών πολιτικών κρατουμένων μεταφέρονταν σε φορτηγά στο Γ΄ Νεκροταφείο και τάφηκαν σε ατομικούς τάφους. Στο πέρασμα των νεκρών κομμουνιστών από την οδό Σκοπευτηρίου (όπου κύλησε το αίμα τους και γιαυτό μετονομάστηκε σε «ΟΔΟ ΗΡΩΩΝ») οι άντρες έβγαζαν τα καπέλα τους και οι γυναίκες τους έραναν με λουλούδια. Όλοι υποκλίνονταν στο μεγαλείο τους. Το εφιαλτικό δρομολόγιο επαναλαμβάνονταν μέχρι να δολοφονηθούν όλοι. Λίγο μετά τις 10 το πρωί, οι Γερμανοτσολιάδες των Γερμανών, είχαν ολοκληρώσει το έργο τους, απέναντι σε αθώους πατριώτες, που ως κρατούμενοι από την εποχή του Μεταξά, δεν τους είχαν πολεμήσει ποτέ. Το στήσιμο των 200 αθώων Ελλήνων στο τοίχο δεν ήταν στην ουσία αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ στη μάχη στους Μολάους Λακωνίας. Όπου στόχος του Γερμανού στρατηγού Φράντς Κρεχ (Franz Krech) ήταν να ανακαταλάβει το αεροδρόμιο των Μολάων, που βρίσκονταν στα χέρια των ανταρτών. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο στρατηγός και αποδεκατίστηκαν οι δυνάμεις του. Αυτό ήταν μια απλή δικαιολογία για την φρικώδη και πρωτάκουστη τρομοκρατία που εξασκούσε στην Ελλάδα ο της Βασιλείας συμμαχος Γερμανός καταχτητής με τη βοήθεια των ντόπιων γερμανοτσολιάδων του Ράλλη. Ώστε να τρομοκρατηθεί ο λαός και να σταματήσει την αντίστασή του, για να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι οι καταχτητές την επιστράτευση και τη ληστεία του τόπου της Ελλάδας. Όμως η γερμανική μπότα δεν το κατάφερε. Διότι οι 200 πολιτικοί στο Σκοπευτηρίου της Καισαριανής «....Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μόν' ήρθαν μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.». Και με εναύσματα πορείας προς τον ηρωϊκό θάνατο, όπως του Νίκου Μαριακάκη, «Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος» διώξαν τον Οκτώβριο του 1944, από την Ελλάδα, τους της Εκκλησίας σύμμαχους Ναζί. Οι οποίοι όμως άφησαν παρακαταθήκη τους Έλληνες συνεργάτες του Τσολάκογλου, για να καταδιώκουν τους Έλληνες που πολέμησαν για την πατρίδα τους. Οι απόγονοι αυτών, όπως οι σημερινοί πρωθυπουργοί Παπανδρέου, Παπαδήμος, Σαμαράς, Βενιζέλος, Κουβέλης, Πικραμένος και Τσίπρας συνεχίζουν να συνεργάζονται και να προσφέρουν υπηρεσίες στους Γερμανούς Κατακτητές. Με αποτέλεσμα ο Έλληνας να πεθαίνει στη λιτότητα της κάθε Τρόϊκας. Λησμονόντας ότι το Σκοπευτήριο της Καισαριανής μεταβλήθηκε από εκείνη την Πρωτομαγιά του '44 σε μνημείο θυσίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τελικά διερωτώμαι!!!  Μήπως ήλθε πια ο καιρός ο κατάλληλος για να βγάλουμε το τσιρότο από το στόμα; Για να λυθεί η σιωπή των αμνών και ν' ακούσουμε επιτέλους τη φωνή τους και όχι τα συνήθη βελάσματά τους. Καρβας