Thursday, May 1, 2014


Ο ΚΑΥΚΑΣΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ.   

     Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται. Σήμερα μεγάλο και βαθύ πένθος βουλιάζει τον καλοκαιρινό ουρανό της Παρθένου Ευρωζώνης, με τον Χρηστό Της το «Ευρώ εν τάφω», για τα αργύρια του κουμπαρά «Ιούδα» των φοροδιαφυγάδων της λίστας Λαγκάρντ. Την σήμερον ήμέρα αι «γενεαί πάσαι» της ΕΕ αναζητούν το «γλυκύ τους έαρ», το «γλυκύτατό τους Ευρώ», «που έδυ το κάλλος του» μέσα στου Διεθνούς Νομησματικού Ταμείου (των ΗΠΑ) τη συγνεφιασμένη Κηριακή και έχει πάντα συννεφιά η καρδιά τους. Διότι μέρα σαν κι αυτή χάσανε με τον Χρηστό τους το «Ευρώ» και τη χαρά τους. Και όταν την βλέπουν να είναι συνέχεια βροχερή, στιγμή δεν ησυχάζουν και βαριαναστενάζουν. Πνιχτά ανασαίνουν, σήμερα, στην ανηφόρα του Γολγοθά της Γης Επαγγελείας του ΔΝΤ και τα σπλάχνα της ελληνικής Γής, όπως ο Θεός του γέλιου και της σάτιρας, ο Γιός της Νύχτας και του Ήλιου, ο Έλληνας του ύψους ή του βάθους, ο Μώμος. Που κανείς από τους ισχυρούς της υφηλίου δεν τον συμπαθεί καθώς τους θυμίζει πως το μεγαλείο δεν απέχει ούτε βήμα απ' το γελοίο. Γιαυτό τους πολίτες της ΕΕ τους θαμπώσανε με τη λάμψη της Εβρωζώνης και μέσα σε αυτή τη παραζάλη ο Μώμος Έλληνας, για να προετοιμάσει το θρίαμβο της αλήθειας «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης», έδιωξε την δραχμή των προγόνων του και άδραξε το καινούργιο Ευρώ της Εβροο(ω)ζώνης, ξέροντας οτι ο ίδιος δεν έχει απολύτως τίποτα άλλο να χάσει ως έκπτωτος (πεσμένος). Αυτός ο ασήμαντος Έλληνας Θεός, ο Μώμος, που τον έδιωξαν από τον Όλυμπο και εγκαταστάθηκε ανάμεσα στους θνητούς ανθρώπους, διότι έκανε κριτική ακόμη και στο Δία, διαδίδοντας την απάτη «Μνημόνιο της Τρόϊκας» έφερε τα τέκνα της Ψωροκώστινας μπροστά στον σκοτεινιασμένο ουρανό της ύφεσης. Όπου με βούρκωμα στα μάτια τους αναρωτιόνται: «Χρηστέ μας Ευρώ, γιατί φόρεσες αυτό το μακρύ πένθιμο φουστάνι κι αυτά τ' αγκάθια στο κεφάλι σου; Χάθηκαν τα λουλούδια; Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνω στα αχτένιστα μαλλιά δε θα πετούσες ψηλά στον ουρανό; Μη χαμογελάς που έχουμε κ' εμείς δεμένο το κεφάλι. Είναι που γλιστρήσαμε μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες της δραχμής, που ήταν κάποτε η καλή μας ζωή μέσα στον απόηχο του τραγουδιού «μιάς δραχμής τα γιασεμιά». Άσχετα, που πριν χρόνια πετάξαμε και καρφώσαμε, για την χάρη σου, στα βράχια και κάτω από τον ανάλαμπο και κρύο ήλιου του Καυκάσου τον Προμηθέα μας «Δραχμή». Αντιλαλούν, λοιπόν, σαν σήμαντρα, οι κλαυθμοί τους, οι οδυρμοί τους και οι αναστεναγμοί τους, από τις λαβωματιές και τις μαχαιριές της «ελληνικής κρίσης χρέους» στον μαύρον ουρανόν της Ενωμένης (για τα μάτια) Ευρώπης. Και φθάνοντας σαν επιθανάτιος βρόγχος στον ορίζοντα του Καυκάσου, τα ακούει και αναρωτιέται η Δραχμή-Προμηθέας: Ὤ! Ὠώ! Τί μέγα βάρος σήμερα βουλιάζει τον ουρανό! Ανάλαμπος καὶ κρύος ο δίσκος τού ήλιου Εβρόο(ω). Σαν από ξερό πηλό, θαρρείς, όπου και να ‘ναι, θα πέσει επάνω στ’ αντικρινά τα βράχια καὶ θα γίνει θρούψαλα. Αλήθεια πόσο αποπνικτικά θα αναπνέει ο ελληνικός λαός, που κάποτε με ξεπετάξανε στον ανοιξιάτικον αέρα μ’ έναν χαρούμενο σπασμό! Ακούω από δίπλα μου ένα κλάμα σφαγερό. Ποιός νά είναι; Κατά σένα, όπου και νά ‘σαι, άγνωστε αδερφέ, δε μ’ αφήνουνε τα καρφιά μου να στραφώ. Λιγάκι να σαλέψω, με δαγκάνουν αγριεμένα σαν τα φίδια, που τα πατάει κανείς, την ώρα που κοιμούνται. Όμως επάνω από τις άβυσσες και δώθε απὸ τα μάκρη, σε νιώθουνε πολύ ζεστά, κατάσαρκα οἱ πληγές μου… Τον διακόπτουν όμως, οι αναμνήσεις του Γολγοθά των Οίκων Αξιολόγησης Moody’s, S&P και Fitch που κάνει το Ευρώ-Χρηστός. Τὶ γλυκά, πού γλαρώνανε τα μάτια μου γεμάτα αστραφτερό σκοτάδι! Κι όπως αδειάζανε στάλα τη στάλα οι φλέβες κ’ η καρδιά μου, ένιωθα την ψυχή μου όλο και πιότερο να λαφραίνει και να την παίρνουνε σαν φτερά οι ψηλότεροι ουρανοί! Ανάμεσα Θανάτου καὶ Ζωής, πέρ’ από τη Γή και πέρ’ απὸ τον Ήλιο, καρφιά, λοχίσματα, φτυσίματα, βλαστήμιες δεν φτάνανε την ψυχή μου, που έφευγε και δεν γυρνούσε. Όλα γινόνταν ήσκιος και πνοή γύρω απο τὸν ήσκιο μου και τη στερνή πνοή μου!... Ποιά τώρα με ξυπνάει φωνή κι απο ποιό λαρύγγι βραχνό και ραγισμένο; Πούθε βρίσκει τόση δύναμη να ξαναδένει την ψυχή μου με το σώμα και να με ξαναφέρνει πίσω στη φθορά και στον πόνο; Προμηθέας: Χρόνους ζω με το θάνατο αγκαλιά κι αυτή μας η αγάπη δεν έχει τελειωμό. Τόσο μοιάζουνε το σήμερα με το χτές και το χτές με το αύριο, όσο κι αυτή η φωνή αλαλαγμού, που τώρα με ξυπνάει, με το τότε «άρον, άρον αλυσόδεστον». Τι άραγες να τρέχει σήμερα με το γιό του Έρωτα και της Αφροδίτης, τον Σελλό – Ελλό - Έλληνα; Για να πάρει την απάντηση από τον Μώμο: Πεθαίνει ο Θεός τους! Προμηθέας: Πάλι εσύ; Πούθε μου ξεφύτρωσες; Μώμος: Αυτή είναι η δουλειά μου. Να ξεφυτρώνω ακάλεστος – κι ανεπιθύμητος! Προμηθέας: Πεθαίνει, λές, ο Θεός τους; Ο Δίας τάχα; Μώμος: Όχι. Ο ένας Θεός. Προμηθέας: Καλά ο ένας. Μα ποιός απ’ όλους; Μώμος: Ο Ένας και ο Αληθινός Θεός. Προμηθέας: Αληθινὸς και να πεθαίνει; Μώμος: Αφού είναι παντοδύναμος! Προμηθέας: Ο θάνατος, αδυναμία των ανθρώπων. Όχι δύναμη των Θεών. Μώμος: Μα δεν πεθαίνει ο ίδιος. Είναι πνεύμα. Πεθαίνει το σώμα του και μετά θα βγεί από τον τάφο του και θα ξαναπάει στους ουρανούς απ’ όπου ήρθε. Προμηθέας: Το πνεύμα του ή το σώμα του; Μώμος: Ρώτα τον ίδιονε. Προμηθέας: Πως τόν λένε; Μώμος: Ευρώ-Χρηστό! Προμηθέας: Πως τον είπες; Μώμος: Χρηστό! Προμηθέας: Χρηστό!.. Χρηστό!... Περίεργο. Εγώ τους ξέρω όλους τους Θεούς των Ελλήνων. Έναν ένανε, μεγάλους και μικρούς, ημίθεους και ηρώους με όλα τους τα σόγια, τις γυναίκες, τα παιδιά, τις ερωμένες και τα παρασπόρια. Τέτοιο όνομα δεν υπάρχει πουθενά! Μώμος: Μα δεν είναι Έλληνας! Προμηθέας: Μα δεν είναι Έλληνας; Μα τότε τι μπορεί να είναι! Μώμος: Εβρόος! Προμηθέας: Εβρόος; Και δε μου το έλεγες από την αρχή να μην πονοκεφαλάω; Ένας αλλόγλωσσος! Άρα ψεύτικος Θεός! Μώμος: Το ίδιο λέει κι αυτός για τους Έλληνες Θεούς: Οβολός, Τάλαντο, Γλαύκα, Μνά και για σένα τη Δραχμή! Πως είναι ψεύτικοι και βάρβαροι. Προμηθέας: Ο Δίας ναί! Οι υπόλοιποι όμως είμαστε αληθινοί! Μώμος: Τώρα, μας φώτησες. Προμηθέας: Χρηστό Εβρόο τον είπες; Καλά λές. Τώρα θυμάμαι. Μου μίλησε γι’ αυτόν, εδώ και λίγον καιρό, ὁ Μορφονιός Ερμής. Έρχεται μιά δυό φορές το χρόνο και με βλέπει. Τόν στέλνει ο Δίας των Βρυξελλών –Μάαστριχτ- να δοκιμάζει τα καρφιά μου, αν βαστούνε. Και μου διηγείται όλες τις βρωμιές, που γίνονται στον Όλυμπο της ΕΕ –Εβροοζώνη- κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεές με θεούς ή θεός με άνθρωπο. Είναι κουτσομπόλης, μα με γούστο πολύ. Αί, σύ! Μ’ ακούς; Μώμος: Ακούω και παρακούω. Προμηθέας: Πως τον λένε τον δικό σου; Μώμος: Χρηστό. Αλλά το Χρη με ήτα και όχι γιώτα (ι)! Προμηθέας: Χρηστέ! Χρηστέ! Κλαίς; Ντροπή σου! Χρηστός: Είμαι καρφωμένος σαν και σένα. Βαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τ’ αγκάθια. Κι απὸ τα πόδια μου και τις απαλάμες – κι απο την τρυπημένη μου καρδιά βγαίνει νερό μονάχα. Και κάτωθέ μου αστράφτουνε, βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητες. Και γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτύνουνε. Κι αργώ να πεθάνω. Προμηθέας: Δεν σου καρφώσανε, υποθέτω, και τη γλώσσα σου! Βλαστήμα τους και σύ και φτύνε τους. Έτσι θα τους δείξεις, πὼς είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαι. Δεν μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνω. Χρηστός: Πάτερ συγχώρεσον τοις μισούσιν και αγαπώσιν ημάς. Είναι αθώοι! Δεν ξέρουν τι κάνουν και τι λένε. Προμηθέας: Ποιοί μωρέ, δεν ξέρουνε τι λένε και τι κάνουνε; Εμείς; Μώμος: Οι Εβρώοι. Αυτοί, που τον έχουνε σταυρώσει. Προμηθέας: Τι; Άνθρωποι σε σταυρώσανε; Τι Θεός είσαι μωρέ! Εμένα με καρφώσανε Θεοί. Πολλοί Θεοί μαζί. Πως το δέχτηκες μοναχά και να σ’ αγγίξουν αὐτὰ τὰ ζωντόβολα; Κατέβα γρήγορα απο κεί! Ντροπιάζεις το σόι μας! Χρηστός: Μπορώ εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου. Μα δε θέλω. Ήρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνω… Προμηθέας: Για ποιόν λόγο να πεθάνεις; Χρηστός: Για να τόνε σώσω! Προμηθέας: Τους Εβρώους! Χαρά στο πράμα! Άμ τους ξέρω τους Εβρώους! Λωβιασμένοι και ψεύτες, πατριώτες και θρήσκοι, πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγα Εβρώλια. Μώμος: Οι Έλληνες είναι καλύτεροι; Προμηθέας: Οι Έλληνες Θεοί, αυτοί είναι καλύτεροι! Πιο όμορφοι, πιο ξύπνοι, πιο μάγκες. Και φαγάδες και γυναικάδες, όσο δεν παίρνει. Μώμος: Της Εβροοζώνης ο Χρηστός-Ευρώ θα σώσει και τους Έλληνες θνητούς. Όχι μόνο τους Έλληνες Θεούς. Προμηθέας: Τότε σώθηκε! Μώμος: Βεβαίως και θα σωθεί, αφού Θα σώσει όλους τους ανθρώπους. Προμηθέας: Τους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψα! Έκλεψα τον πλούτο από τον Όλυμπο τη φωτιά και τους τον έδωσα. Τους έδωσα έτσι τα αγαθά να αντιμετωπίσουν την Πενία. Τους πρόσφερα την «αόρατον χείρ» και ανέβηκαν ψηλά, ίσαμε τους θεούς. Κι αυτοί με προδώσανε. Και τι τους γύρεψα γι’ αντάλλαγμα; Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στον Ευρω-Δια για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου. Και να με τιμάνε πιότερο απο τον Ευρω-Δια – γιατί, θαρρώ, το αξίζω! Αι, λοιπόν! Σαν τους ρώτηξε ο Ευρω-Διας αστράφτοντας απάνω ως κάτω απο το θυμό: «ποιός σας έδωσε τον ουράνιο πλούτο μου;». « Ο Προμηθέας! Ο Προμηθέας!» φώναξαν ούλοι μαζί, και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον Τύραννο. Να ‘τος! Αυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να με αλυσοδέσουν. Κι όντας οι ανελέητοι μπράβοι του Ευρω-Δια με καρφώνανε εδώ ψηλά, ετούτα τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε απο κάτω: « Έτσι και χειρότερα… Άνομε!...». Έννοια τους. Δὲ θάρθω μιὰ μέρα στὰ πράματα; Μώμος: Δε φταίνε αυτοί. Προμηθέας: Ποιός φταίει δηλαδή; Ο Ευρω-Διας; Μώμος: Εσύ! Προμηθέας: Εγώ; Μώμος: Ναι! Εσύ ως «Δραχμή» ! Που νικήθηκες. Αν νικούσες τον Θεό της Εβροοζώνης, τότες όλοι θα ‘τανε μαζί σου. Και θεοί κι ανθρώποι. Και το Κράτος και η Βία θα σε παραστεκότανε μπράβοι δικοί σου. Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιά. Κι ως τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει, όπως ξεχάσανε και σένα. Δεν το ξέρεις; Πάντα οι νικημένοι έχουνε το άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές. Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών. Προμηθέας: Κι όμως εγώ, ως «Δραχμή», θέλησα να τους λευτερώσω... Μώμος: Αυτά να μην τα λὲς σε μένα! Για να τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σου. Τους γέλασες, πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συμφέρο: της δικαιοσύνης την δίκαια φτώχια, που πάει κοντά στην αγιότητα. Την σίγουρη ευτυχία σε αυτή τη Γή, που να είναι δυνατόν όλοι οι άνθρωποι να είναι ολοκληρωτικά ευτυχισμένοι και μακάριοι και όχι μόνο λίγοι. Αυτά τα ίδια που κάνανε και κάνουνε οι αφέντες και τυράννοι της Γής: Αγγλικό Δολλάριο των ΗΠΑ, η χρυσή Λίρα της Αγγλίας, το γαλλικό Φράγγο, το τούρκικο Γρόσι, το βενέτικο Φλωρί, ο βυζαντινός Σόλιδος, το ρωμαϊκό Δηνάριο, η αλεξανδρινή Δραχμή και η αθηναϊκή Γλαύκα (δραχμή). Προμηθέας: Γιὲ του Ήλιου και της Νύχτας. Παραείσαι, μου φαίνεται, σοφιστής. Πιότερο βαστάς από τη μαμά σου, παρά από τον μπαμπά σου. Πάντα μου χαλάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου: τον αιώνιο ρυθμό του Κόσμου. Δεν ήτανε δύσκολο να είχες και συ μια τσίμα λογικό – αφού έχουν ακόμα και οι άνθρωποι! Για σταμάτα να μου την μπαίνεις με κόκκινο και πές μου από τι θα σώσει ο Χρηστός Εβρόος της Μέρκελ τους ανθρώπους; Μώμος: Από την αμαρτία της σπατάλης. Προμηθέας: Κι αυτό το λέει σωτηρία; Μα η αμαρτία είναι όλη η ευτυχία και η λευτεριά των Θεών. Μώμος: Και των κυρίων της Γής. Για τους απλούς έχει μόνο λιτότητα. Προμηθέας: Αν θυμάμαι τώρα κάτι και ζηλεύω – ύστερα από τόσα χρόνια κάρφωμα – είναι οι αμαρτίες που έχω κάνει. Και για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι, μου χρειάζεται η εξουσία. Να γιατί δεν υποτάσομαι. Αν ήθελε της Μέρκελ ο Εβρόος Χρηστός να σώσει τους ανθρώπους, θάπρεπε να τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίες. Μα λευτεριά θα πεί δύναμη. Και εμείς οι Έληνες Θεοί δεν θα αφήναμε σε κανένα να μας πάρει τη δυναμή μας. Μώμος: Όπως δεν αφήνουν και οι δυνατοί του Κόσμου σαν την Μέρκελ των Χρηματικών Οίκων! Για αυτό δεν πρόκειται να σωθούν οι ψυχές από την λιτότητα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού. Προμηθέας: Και ποιά είναι αυτή η αιτία του Κακού; Μώμος: Η Ανισότητα. Προμηθέας: Τώρα με σκότισες! Πάψε τις σαχλαμάρες και πές μου για να καταλάβω, πως, για να σωθούν οι λαοί της Εβρ(οο)ωζώνης από την αμαρτία της χλιδής, πρέπει ο Χρηστός τους Εβρόο(ω) να παιθάνει! Μώμος: Θα σωθούν, άμα τον πιστέψουνε γι’ αληθινό θεό. Και για να τον πιστέψουνε, θα κάνει το θαύμα ν’ αναστηθεί. Για να αναστηθεί, πρέπει, όμως, να πεθάνει πρώτα. Για αυτό συχωρνάει τους σταβρωτήδες του, Τρισιέ, Μέρκελ, Μπαρόζο και πάει λέγοντας το σινάφι τους. Αφού δεν ξέρουν ακόμα πως είναι Θεός. Προμηθέας: Αυτά είναι πράγματα πολύ ανατολίτικα και Δυτικά! Και ποιά η ανάγκη να σωθούνε οι ανθρώποι; Εμείς οι Έλληνες Θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους. Όχι να πεθάνουμε κιόλας! Και στο κάτω της γραφής, αν ήθελε να τον πιστέψουνε για Θεό, μπορούσε να τους έκανε κανένα μεγάλο κακό, για να τον φοβηθούνε. Να τους έκαιγε με τα αστροπελέκια της χρεοκοπίας κι αυτουνοὺς και τα χωριά τους. Να τους ζεμάτιζε με το βραστό νερό της λιτότητας. Να τους έστελνε πανούκλα, σεισμούς και καταποντισμούς… Μώμος: Αυτά ξεχνιούνται γρήγορα, όπως οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι. Προμηθέας: Μα είναι πασίγνωστο, πως, άμα τον πιστέψουν, αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι! Μώμος: Μα δεν τους ζητάει, όπως εσείς οι Έλληνες Θεοί, σφαχτάρια και γυναίκες! Για τον εαυτό του δεν ζητάει τίποτα. Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων εργατών, ψυχικά δεμένα, στους κυρίους της Γής. Προμηθέας: Ξέχασα να ρωτήσω. Θα τον ιδούν οι Εβρώοι να ανασταίνεται; Μώμος: Κανένας. Μονάχα μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του στις Βρυξέλλες. Σαν όραμα. Προμηθέας: Δηλαδή σε κείνους, που τόν πιστέψανε και πριν πεθάνει! Μα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνει. Να παρουσιαστεί στους σταβρωτήδες του! Σε κείνους που δεν τόν πιστεύουνε. Μέρα μεσημέρι στην Αγορά! Κι ολόσωμος! Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα. Εξόν αν φοβάται! Μώμος: Δεν είσαι με τα καλά σου! Άμα τόν βλέπανε, τότες ίσα ίσα δεν θα τόν πίστευε κανένας. Θα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα, πως αναστήθηκε. Και τότες όλοι θα πιστέψουνε. Δεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχή. Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τα αυτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους. Μόνο εμείς οι Μωμόγεροι θα σας φανερώσουμε στους λαούς. Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε. Προμηθέας: Μώμο μη μου κάνεις, είπα, τον εξυπνάκια! Χρηστέεεε. Χρηστέεεε. Αυτά δεν είναι λογικά πράματα! Χρηστός: Τὸ λογικὸ δεν οφελεί σε τίποτα. Μήπως οι φιλόσοφοι ξέρουνε περισσότερα απο τα πουλιά του ουρανού και από τα σκουλήκια και τα λούλουδα της Γής; Μώμος: Γιαυτό όλες οι θρησκείες φαίνονται στους αμαθείς θεϊκές, στους πολιτικούς χρήσιμες και στους φιλοσόφους γελοίες. Χρηστός: Τι κρίμα που δεν καταλαβαίνεις πως όσο πιό πλουτίζει η σκέψη, τόσο ψωμολυσάει η καρδιά. Και ο άνθρωπος χάνεται από την βασιλεία των ουρανών, που είναι η βασιλεία της καρδιάς. Γιαυτό εγώ ο βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών θυσιάστηκα για τους ανθρώπους, δίδοντας με τη χούφτα τα λεφτά για να χορτάσω τις καρδιές των. Έτσι θα μάθουνε και οι βασιλιάδες της Γής να θυσιάζονται για τους σκλάβους τους και να τους αγαπάνε. Ώστε να μην υπάρχει ψευτιά και αδικία. Προμηθέας: Το μυαλό σου και μιά λύρα. Έτσι αί; Να ξοδιάζουνε το πνέμα τους, να χαραμίζουνε τη δύναμή τους οι άξιοι για τους τιποτένιους! Για να τους μοιάσουνε! Αυτό δεν ξανακούστηκε ποτέ! Είμαι παλιότερος από σένα. Μάθε λοιπόν από μένα. Είναι κανείς δυνατός, γιατί αγαπάει μονάχα τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούς για την πάρτη του. Ο δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι να τήνε λιγοστεύει. Και η περισσότερη δύναμη δεν χαρίζεται. Παίρνεται. Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούς. Αυτό δεν είναι νόμος, που τόνε φκιάσαμε εμείς οι Θεοί του Ολύμπου. Υπάρχει πριν από μας. Είναι Ανάγκη. Μώμος: Σεις οι δυνατοί – πρώτα της Γής και ύστερα του Ουρανού – δεν μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατους. Την δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους. Και ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του. Προμηθέας: Μώμε, σταμάτα να ανακατεύεσαι! Χρηστέεεε. Χρηστέεε. Μπας και σου πέρασε η ιδέα – επειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώ – πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπους; Δεν θυσιάστηκα για κανένανε. Την έπαθα – για λογαριασμό μου. Δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια. Πρέπει να πηγαίνει πέρα από τα φαινόμενα. Μώμος: Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα αυτιά του και δίχως μάτια. Πρέπει να πηγαίνει πέρα από τα λεγόμενα. Προμηθέα, μην ακούς λοιπόν, τι λέει. Ένια σου! Ο Εβρόος Χρηστός δεν ήρθε να καταλύσει την Δύναμη. Ήρθε να την στεριώσει πιό πολύ. Είσαι λιγάκι πρωτόγονος και χοντροκομμένος. Τα λες όξω από τα δόντια σου. Ο νέος Θεός, ο Ευρω-Χρηστός, και όποιος θα μιλάει για λογαριασμό του, είναι πιό επιτήδειος, πιό διπλωμάτης. Ξέρει τη δουλειά του καλύτερα. Η μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων δηλαδή) είναι η μέθοδο του «έτσι θέλω εγώ ο αφέντης!». Η μέθοδο η δική του, είναι η μέθοδο του «έτσι θέλει ο θεός, έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοι του». Είναι η χριστιανική μέθοδο του πολιτισμένου. Χάρη σε αυτήν θα μπεί ρυθμὸς και τάξη στο μυαλό και στη ψυχή των αδικημένων. Θα ζητάνε μοναχοί τους να αδικούνται – για το καλό τους βέβαια. Μα θα με ρωτήξεις: «που είναι τελοσπάντων αυτή η θυσία των δυνατών;». Μα λίγο το έχεις να κοπιάζουνε, να κυβερνάνε και να αδικούνε το βρωμολαό για καλό του; Προμηθέας: Δεν πολυκαταλαβαίνω. Για κάντα μου πιό λιανά. Μώμος: Ήρθε λέει, ο Εβρω-Χρηστός, να σώσει όλους τους ανθρώπους … μετά θάνατον βέβαια. Αλλά θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή. Αυτουνούς που κατέχουν όλα τα αγαθά και όλη τη δύναμη. Τους σωσμένους δηλαδή. Μα εκείνους, ποὺ έχουν ανάγκη να σωθούνε και εκεινούς, που τα στερούνται όλα, τους απαγορεύει να επιθυμούνε τα αγαθά των αλλονών και να αντιστέκονται στη δύναμή τους. Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε, αφού πεθάνουνε πρώτα. Εις αιώνα τον άπαντα. Διδάσκει, καθώς βλέπεις, την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας. Δηλαδὴ το δίκιο της Δύναμης και της Βίας απ την ανάποδη. Οι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση. Κατά βάθως είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες. Προμηθέας: Κατάλαβα… Μώμος: Αν δεν ήμουν εγώ να σου εξηγώ, δεν θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματα. Κι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο Θεός της Λογικής. Έχει δίκιο να σου λέει ο Ευρω-Χρηστός, πως το λογικό δε φελά σε τίποτα. Προμηθέας: Σπουδαία πράματα μου ξηγάς! Σπουδαία πράματα καταλαβαίνω! Ας λείπανε! Χρηστός: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες… Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι… ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών». Μώμος: Σιγά! Μη σε ακούσουν οι χορτάτοι και οι έξυπνοι και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς! Χρηστός: «Η πίστη σου σέσωκέ σε!» Όποιος πιστεύει στον αληθινό Θεό σώζεται. Και ο πλούσιος και ο έξυπνος. Μώμος: Περισσότερο από όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι. Γιατί είναι έξυπνοι. Υπάρχει αληθινότερος Θεός από κείνον, που τους επιτρέπει να είναι πλούσιοι, δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς; Προμηθέας: Χρηστέεεε. Δε σε βλέπω. Χρηστός: Εγώ όμως σε βλέπω. Προμηθέας: Θα είσαι νέος πολύ. Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου. Μώμος: Εικουσιένα χρονών. Γεννήθηκε μαζί με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992. Προμηθέας: Καλὰ το νόμιζα! Παιδί! Και οι στοχασμοί του παιδιάστικοι. Και για ποιάν αφορμή σε σταβρώσαν, ρε Χρηστέ; Χρηστός: Εδίδαξα... Προμηθέας: Καμμιάν επανάσταση βέβαια! Μάταια πράματα. Όλοι στην ηλικία σου έχουν αυτή τη λόξα. Με τα χρόνια τους περνάει – όπως και εμένα! Χρηστός: Απαγόρεψα κάθε επανάσταση. Δίδαξα την υποταγή στο Νόμο της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Προμηθέας: Μα τότε πως σε θανάτωσε ο Νόμος; Εσὺ δεν πήγες κόντρα. Τόν θεοποίησες καθώς βλέπω. Χρηστός: Με θανάτωσε γιατί είμουν κουβαρδάς στον δανισμό αργυρίων στον λαοτσίκο των PIGS της Εβροο(ω)ζώνης , οι οποίοι μη δουλεύοντας πολύ δεν τήρησαν την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Προμηθέας: Περίεργο! Μώμος: Έταζε και ξανέταζε πως θα έδινε τάχα στους φτωχούς του Νότου της Ευρωζώνης τη «βασιλεία των ουρανών» του Ευρω-Βορρά. Μα τούτοι οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το «βασιλεία» δεν ακούγανε το «ουρανῶν!». Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα. Γιατί νομίζανε, πως θα έδιωχνε το Γερμανικό Ράιχ της Βορειογερ-μανικής Ομοσπονδίας, στην οποίαν κυριαρχούσε η Πρωσία ως μεγαλύτερη δύναμη από το 1871. Και θα συνέχιζε να δίνει σε αυτούς τη βασιλεία της οικονομικής ενίσχυσης του σχεδίου Μάρσαλ, που ήταν αποκύημα του Αγγλικού Δικαίου των ΗΠΑ. Μα οι ντόπιοι πλούσιοι Φαρισαίοι και μεγαλοπαπάδες του Εβροο(ω)-Βορρά φοβηθήκανε πως, άμα χάνανε την προστασία της Siemens, θα τους παίρναν οι κουρελήδες του Νότου τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τους. Γι’ αυτό κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μιά μεριά στη γερμανική εξουσία της Μέρκελ για οχτρό τού Νόμου της Συνθήκης Μάαστριχτ, και από την άλλη στὸν λαὸ της Εβροο(ω)ζώνης για οχτρό του Θεού. Τότες ο λαός των κουρελήδων, που είναι θρήσκος (όλα κι όλα!) αγρίεψε, ξεσηκώθηκε, και ζήτησε, υπό την κειδεμονία του αμερικανόπαιδου GAPαπανδρέου, τον θάνατόν του δια Δημοψηφίσματος. Και έτσι ο Εβροο(ω)-Χρηστός παραδώθηκε στη Τρόϊκα του Μνημονίου και στον λαό του και αυτοί τόν σταβρώσανε μετά χαράς. Χρηστός: Αυτό ήθελα. Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνε… Προμηθέας: Πάλι τα ίδια; Μώμος: Οι Φαρισαίοι και οι παπάδες όλου του κόσμου ύστερα από τρία χρόνια, που θα αναστηθείς μετά τις εκλογές των Γερμανών, τον Σεπτέμβρη του 2013, θα σε κάνουνε Θεό. Όστις ελθέ και σκήνωσειν εν τας ψυχάς ημών ως Κυρίαρχο Νόμισμα, κρεμίζοντας φυσικά την Κυριαρχία του αμερικανικού Θεού «Dollar». Και οι ίδιοι τότε θα σου χτίζουνε μεγαλοπρεπές Εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα. Και θα καίνε ζωντανόν όποιον αρνιέται εσένα τον Θεό της Ψυχής και Σωτήρα της Κοιλιάς των. Για αυτουνούς απόθανες. Αντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών, θεμέλιωσες τη βασιλεία του Πλούτου. Θα έπρεπε να αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες, αν ήθελες να σώσεις τα μιλλιούνια των σκλάβων εργατών. Μα τότε δε θα γινόσουνα Θεός! Χρηστός: Κάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινή. Τις άφησα όλες να υπάρχουνε, γιατί χρειάζονται. Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι και η δυστυχία τους μεγαλύτερη. Η μεγάλη και ακατάλυτη εξουσία στον κάτω κόσμο είναι ο Θάνατος. Αυτόνε τον κατάργησα. Προμηθέας: Πως; Έκανες τους ανθρώπους αθάνατους; Μώμος: Μετά θάνατον! Σου το ξανάπα μα δεν πρόσεξες. Μετά θάνατον θα τους αναστήσει όλους στον Ουρανό. Χρηστός: Εκεί ο καθένας θα κριθεί κατά τα έργα του. Αυτή είναι η Αλήθεια μου. Προμηθέας: Φαίνεται, πως από τότες, που καρφώθηκα πολύ ψηλά, εγώ ο πνευματικός Λύχνος του Κόσμου, το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των Θεών και των ανθρώπων! Χρηστέεε κι άμα τράνεψες τι δουλειά έκανες; Χρηστός: Δεν έκανα καμιά δουλειά. Προμηθέας: Παιδί του λαού και να μὴ δουλεύεις; Τότε ποιός θα δουλεύει; Τέτοιο παράδειγμα έδωσες στούς φτωχούς; Ο φτωχός, που είναι ακαμάτης, καταντάει στην κρεμάλα. Καλὰ λοιπόν είσαι εκεί, που βρίσκεσαι! Χρήστος: Δεν είχα ανάγκη από τίποτα. Μοναχά σκεφτόμουνα: πρωί, μεσημέρι, βράδυ – κι όοολη τὴ νύχτα… Προμηθέας: Όποιος δουλεύει δεν σκέφτεται. Γι’ αυτό είναι χαρούμενος. Μώμος: Καλά τα λές! Όταν δουλεύει ο άλλος για μας, εμείς καθόμαστε και είμαστε χαρούμενοι. Ενώ ο σκλάβος εργάτης με την κούραση της δουλειάς και με το μεροκάματο που του κλέβουνε, δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτεί. Δεν γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής όταν είσαι πεινασμένος και την ευδαιμονία της κοιλιάς όταν είσαι χορτασμένος. Όπως γνωρίζουν οι αφέντες της Οικομένης. Δηλαδή οι δικοί σας άρχοντες. Μα θα έρθει και αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε. Όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε. Προμηθέας: Τὶ λὲς μωρέ! Γίνονται αὐτὰ τὰ πράματα; Κρίμα ποὺ σὲ είχα για έξυπνο! Ούτε όλοι μπορεί να είναι αφέντες - τότε ποιός θα δουλεύει; - ούτε όλοι φτωχοί – τότε δε χρειάζεται η δουλειά, γιατί η δουλειά πλουταίνει. Έτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου: οι φτωχοί που δουλεύουνε, δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες, που τους δίνουνε δουλειά. Μώμος: Για αυτό εμείς, οι Μωμο-Έλληνες, θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φορά… από την αρχή. Χρηστός: «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» Μώμος: Γελιέσαι! Όσο το σώμα θα ανήκει στον Καίσαρα, θαν του ανήκει μαζί και ο νούς και η ψυχή. Αυτά δεν χωρίζονται. Τα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμα. Δεν θέλουμε Καίσαρες! Σαν και εσένα ρε Χρηστέ, που έδινες στους πεινασμένους τα Εβρόο(ω)πουλα με την χούφτα για να κάνουν τους πέντε άρτους σε πέντε χιλιάδες ψωμιά, τόξερες όμως, ότι θα τους τά παίρναν όλα οι δυνατοί της λίστας Λαγκάρντ. Και αφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς τους Φοροφυγάδες, ας έδινες σε κάθε σκλάβο του, αντίς την αθανασία, ένα στυλέτο τουλάχιστον. Χρηστός: Ένα στιλέτο; Τι να το κάνανε; Μώμος: Για να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς σου τη «Βασιλεία των Ουρανών». Χρηστός: Ω Πατέρα μου, πόσο τον λυπάμαι! Είναι καταδικασμένος για πάντα ο καημένος. Προμηθέας: Βρέ Μώμο, γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος Θεός; Να! Που έχει και Πατέρα! Μώμος: Δεν σε γέλασα. Ο ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του. Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του. Προμηθέας: Θα έχεις φαίνεται πυρετό! Σε έπιασε το παραμιλητό του θανάτου! Ο κόσμος γεννήθηκε από το Χάος. Και εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπη. Κι τους έδωσα και ψυχή από λάσπη. Η λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρώμικη μέσα τους. Χρηστός: Ο Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπη. Και τους εδωσε για ψυχὴ την πνοή του την ίδια! Άρα ψυχήν αθάνατη. Προμηθέας: Ούτε ο ήσκιος της λάσπης δεν μένει μετά το θάνατο. Τίποτα. Όταν υπόσχεσαι μεταθανάτια ζωή στούς απλοϊκούς, τους λές ψέματα! Μώμος: Και οι δυό σας δεν λέτε την αλήθεια. Ο κόσμος δεν έχει αρχή. Δεν τον έκανε ούτε Θεός και ούτε άνθρωπος. Είναι και θα είναι πάντα φωτιά αειφόρος, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο. Άρα γίνεται πάντα μοναχός του. Όσο για τον άνθρωπο, τον έπλασε… η μαϊμού! Και εσάς οι ανθρώποι. Σας πλάσαν οι αφέντες της Γής «κατά εικόνα και ομοίωσή τους». Δουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την Αδικία. Και μετά θάνατον; Αέρας φρέσκος! Όξω από το συμφέρον των Κροίσων (με κορώνα και δίχως κορώνα) και όξω από την φαντασία των φοβισμένων και των ανίδεων, δεν υπάρχετε πουθενά. Διότι είτε δεν υπάρχει Αδικία στον κόσμο. Είτε δεν υπάρχει Θεός σε αυτόν τον άδικο κόσμο. Προμηθέας: Γιέ της Νύχτας! Σου απαγορεύω να παίζεις μαζί μου! Απαιτώ να με σέβεσαι! Μώμος: Χά! Χά! Χά!... Προμηθέας. Τι γελάς, ρε ξετσίπωτε; Χρηστός: Ποιός γελάει έτσι; Μώμος: Εγώ ο Μώμος! Ένας από τους πολλούς Μωμο-Έλληνες! Και δεν γελάω που θυμώνετε, αλλά που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε! Και σας κουβεντιάζω, ενώ ξέρω, πως δεν υπάρχετε! Αφού όμως όλοι οι άνθρωποι σας πιστεύουνε και σας βλέπουνε, μπορώ και εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζω; Τι Μώμος θα ήμουνα! Εξόν αυτό, δεν θα σας ρίξω εγω μοναχός μου. Θα σας ρίξουνε οι σκλάβοι σας, σαν ξυπνήσουνε μια μέρα. Προμηθέας: Για να γίνουνε αυτοί θεοί! Μώμος: Όχι! Αλλά για να γίνουν ανθρώποι. Τι να την κάνουνε τη θεοσύνη σας! Τι να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του Μύθου; Και ούτε κάν θα κοπιάσουνε, για να σας ρίξουνε. Θα πέσετε μοναχοί σας, χωρίς να μεταχειριστούν ενάντιά σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια. Αυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γής! Άμα ρίξουν αυτουνούς, θα πέσετε και σείς ο επουράνιος ήσκιος τους. Προμηθέας: Αν είχα τόση δύναμη στα χέρια, όσο μίσος έχω μέσα στα σπλάχνα μου, θα μπορούσα με ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλιά του και να τον πετάξω πάνω από την Ασία και την Ασπροθάλασσα, κατάκορφα στον Όλυμπο της ΕΕ την Εβροο(ω)ζώνη. Θα έλυωνα το κακομοιριασμένον Εβρώ-Θεο την ώρα, που τσακώνονται, μαλλιοτραβιόνται και γρατσουνίζονται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδι. Θα έλυωνα και τους ανθρώπους! Μώμος: Άσε τους ανθρώπους. Τον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απο όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου! Προμηθέας: Αχ ρε μάνα μου Γής! Να μπορούσα και εγώ να κοιμηθώ μιά στιγμή στην απεραντοσύνη της ύλης σου! Μου φαίνεται, πως έχω καρφωθεί και ριζώσει επάνω στο Χρόνο. Φέγω και ξανάρχομαι ακατάπαυστα μαζί του, χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μου. Μώμος: Αυτό δεν γίνεται. Η μάνα Γής θέλει να φύγετε όλοι εσείς από πάνω της. Διότι γεννά, καρπίζει και λουλουδίζει για όλα τα παιδιά της. Μα την χαίρονται λίγοι. Εσείς οι Θεοί, που την κατέχετε. Μακάρι να μπορέσει να ανοίξει τα σπλάχνα της και να σας καταπιεί όλους σας, για να γλιτώσουν αυτή και τα παιδιά της από τη φάρα σας. Εως τότε όμως η ζωή θα τραβάει την ανηφόρα με θεϊκές τιμές και ανθρώπους με ταμπούρλα. Αφού είναι ένα το χελιδόνι και η άνοιξη ακριβή / και να γυρίσει ο ήλιος της θέλει δουλειά πολλή. Θέλει νεκροί χιλιάδες να είναι στους δικούς της τροχούς. Θέλει και οι ζωτανοί να δίνουν το αίμα στους Θεούς. Ώστε να μας βρίσκει το πρωί, / όπως πάντα, / στην παρέα την αυτή, / που ήτανε και οι αφεντάδες μας μαζί. Όλοι έτσι θα ζήσουμε, αυτοί με τα πολλά και εμείς με τα λίγα. Πάντα εμείς δεν θα έχουμε το χαρτί και αυτοί θα έχουνε τον ρήγα. Αν και μεγαλοπιάστηκαν, δεν θα χαθούν από την πιάτσια. Εκεί στα στέκια τα παλιά / θα σνομπάρουν εμάς την εργατιά, τα παιδιά, τα φτωχαδάκια τα καλά και δεν θα μας δίνουν σημασία καμιά. Στη δουλιειά και στον αγώνα, / άλλος στο λιμάνι κι άλλος στο γιαπί / κόντρα πάμε στο χειμώνα, / να καρπίσει η ημέρα το ψωμί. Έτσι εμείς οι μικροί θα ζούμε πάντα ως φουκαράδες και μπατίρηδες στη ζωή και όσα βγάζουμε εάν δεν τα γλεντήσουμε σε τούτον τον ψεύτικο ντουνιά, όταν πεθάνουμε θα μας τα φάνε οι Ταγοί του Έθνους και οι Δεσποτάδες των Θεών. Σε τούτον τον παλιόκοσμο και την παλιοκοινωνία / ούτε στιγμή δεν έζησα με δίχως αγωνία. Με αχ περνούν οι μέρες, με βαχ περνούν τα βράδια / και οι μαχαιριές τους αν κλείσουνε θα μείνουν τα σημάδια. Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις, / σε βαρέθηκα. Κι αν χρυσά παλάτια τάζεις, / είναι ψεύτικα.
Ο κουβαλών στη ράχη τον Καύκασο με τον Προμηθέα στη ράχη του Καυκάσου. Mώμος Καρβας

No comments:

Post a Comment